- ολιγόωρος
- και λιγόωρος, -η, -ο (Α ὀλιγόωρος, -ον)αυτός που διαρκεί λίγες ώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωρος (< ὥρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγόωρος — lasting a few hours masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγόωρος — η, ό, βλ. ολιγόωρος … Dictionary of Greek
σιέστα — η, Ν (ξεν. τ.) μεσημβρινός, συνήθως ολιγόωρος, ύπνος για ανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. siesta < λατ. sexta (hora) «έκτη (ώρα)», δηλ. το απόγευμα] … Dictionary of Greek